Δημοσιεύουμε με χαρά και τιμή το κείμενο που μας έστειλε ο κ. Μόσχος Λαγκουβάρδος, ενός από τους πρωτοπόρους του αγωνίσματος του μαραθωνίου για τη Λάρισα και όχι μόνο.
Μόσχος Λαγκουβάρδος
Η μοναξιά
του δρομέα μεγάλων αποστάσεων
Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη/ Να εύχεσαι να ‘ναι
μακρύς ο δρόμος,/ γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις. Καβάφης,
Τρέχοντας πολύ καιρό
σε μεγάλες αποστάσεις, ο μαραθωνοδρόμος δυναμώνει όχι μόνο το σώμα του,
αλλά και το πνεύμα του. Γίνεται πλούσιος σε εσωτερικές εμπειρίες, όπως λέγονται
οι εμπειρίες του εσωτερικού κόσμου του
ανθρώπου. Ο μαραθωνοδρόμος είναι ένα είδος ασκητή. Η άσκησή του είναι ο δρόμος
και οδηγός του η καθαρή καρδιά και η
χάρη του Θεού, που κατοικεί στην καθαρή καρδιά. Ο δρόμος του διδάσκει να
παρατηρεί όχι μόνο τη Φύση, αλλά και τον εαυτό του, μόνος καθώς τρέχει έξω στη
Φύση, κοντά στα πλάσματα που δημιούργησε ο Θεός, για τον άνθρωπο.
Στην μακρά διαδρομή του θα αποκτήσει την ικανότητα να καταλαβαίνει τους
άλλους, και να βλέπει τα μακρινά
πράγματα, που πλησιάζουν, ενώ οι άλλοι δεν τα αντιλαμβάνονται. «Σοφοί δε προσιόντων», οι σοφοί λέει το
ρητό, γνωρίζουν τα πράγματα που είναι κοντά να συμβούν, «ενώ εις τας οδούς ουδέν εννοούν οι λαοί». Όλες αυτές οι
ικανότητες, που καλλιεργούνται στον δρομέα μεγάλων αποστάσεων, χρειάζονται για
να γνωρίσουμε τον εαυτό μας. Κάποτε ο δρομέας θα φτάσει τρέχοντας στην έκσταση,
δηλαδή θα διευρύνει τη συνείδησή του τόσο, που δεν θα αισθάνεται τους
περιορισμούς του περιβάλλοντος. Θα είναι για λίγες στιγμές εκτός τόπου και
χρόνου.
Ο μαραθωνοδρόμος με πίστη στο Θεό θα νικήσει τον πειρασμό ή θα νικηθεί και θα πέσει στην υπερηφάνεια. Ο
δρόμος μπορεί να γίνει τότε μια μηχανική συνήθεια, η οποία φθείρει το σώμα και
την ψυχή. Στην Ορθοδοξία η άσκηση γίνεται πάντοτε με οδηγό, τον πνευματικό
Γέροντα, γι’ αυτό ακριβώς, για να μην πέσουμε στην υπερηφάνεια.
Οι
μαραθωνοδρόμοι, αν και τρέχουν κατά χιλιάδες στους αγώνες, στην καθημερινή διαδρομή τους, είναι μόνοι.
Έχουν πάντα μπροστά στα μάτια τους το ενδεχόμενο να τους προδώσει το σώμα τους,
διότι σε κάθε διαδρομή υπερβαίνουν τα όριά του εαυτού τους και κινούνται στο
άγνωστο.. Έχουν την εμπειρία του Τρομερού. Μια περιγραφή της εμπειρίας αυτής
είναι το ποίημα του Ρίλκε «Η πρώτη ελεγεία του Ντουϊνο». Παραθέτουμε μερικούς
στίχους από αυτήν:
«Ποιος, εάν κραύγαζα,
θα μ’ άκουγε λοιπόν απ’ των Αγγέλων/
τα Τάγματα; Και μόνο να υπέθετα πώς ένας τους
μ’ έπαιρνε ξάφνου πάνω στην καρδιά του, θα χανόμουν
απ’ τη δυνατότερή του Ύπαρξη. Γιατί το Ωραίο
δεν είναι τίποτε άλλο,
παρά ή μόλις πού αντέχουμε Αρχή του Τρομερού
και το θαυμάζουμε τόσο, γιατί αυτό, ανέμελο, μήτε πού
νοιάζεται
να μας συντρίψει. Ο κάθε Αγγελος είναι τρομερός.
Κι έτσι συγκρατιέμαι και με σκοτεινό λυγμό καταπίνω
του καλέσματος μου τη φωνή. «Αχ
και σε ποιόν μπορούμε πια
να προσφύγουμε; Μήτε στους Αγγέλους, μήτε
στους ανθρώπους
και τα εφευρετικά ζώα κιόλας το προσέχουν
πως δεν είμαστε και τόσο ασφαλισμένοι στο σπίτι μας,
στον αντιληπτό αυτόν κόσμο. Ίσως μας απομένει
ένα κάποιο δέντρο
στην πλαγιά, έτσι πού να το βλέπαμε ξανά
την κάθε μέρα. Μας απομένει ο δρόμος του χτες
και ή αλλοιωμένη πίστη μας σε μια συνήθεια,
πού της άρεσε κοντά μας κι έμεινε και πια δεν φεύγει.»
Ο μαραθωνοδρόμος
ανακαλύπτει πάντα καινούριες απέραντες εσωτερικές εκτάσεις, για να φτάσει
στη θέα του εσωτερικού φωτός . Στον κρυμμένο θησαυρό που έχουμε μέσα μας, στη
θεία χάρη, την ενέργεια του ζωοποιού Αγίου Πνεύματος. Χωρίς την ενέργεια αυτή
του Θεού κανείς δε ζει. Ο Απόστολος Παύλος γράφει σε κάποια επιστολή του, πως η
θεία χάρη τρέχει και δοξάζεται. Ο δρομέας μεγάλων αποστάσεων τρέχει πάντα
μόνος. Η άσκησή του είναι σχεδόν καθημερινή για πολλά χρόνια. Μόνος του θα δει
το ωραίο και μέσω του ωραίου θα του αποκαλυφθεί το μυστήριο της χάρης του Θεού.
Θα δοξάσει το Θεό ή θα πέσει στην υπερηφάνεια και στον εγωισμό. Η αποκάλυψή του
αυτή δεν έρχεται, αν δεν ζήσει την οδυνηρή περιπέτεια της ατέλειωτης μοναχικής
άσκησης.
Ο δρόμος μοιάζει με
ταξίδι με το πλοίο. Αφήνεις πίσω σου την καθημερινή ανοησία, όταν φτάνεις
σε λιμένες πρωτοϊδωμένους. «Να εύχεσαι να 'ναι μακρύς ο δρόμος/.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι/που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά/όταν
μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους.»